λιθιώ

λιθιώ
(Α λιθιῶ και λιθῶ, -άω)
πάσχω από λιθίαση
αρχ.
πάσχω από αρθρίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + επίθημα -ιάω, -ιώ, δηλωτικό ασθένειας (πρβλ. κορυζ-ιώ, μυρμηκ-ιώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιθίῳ — λίθιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

  • λιθίαση — η (AM λιθίασις, εως Α ιων. γεν. ιος) [λιθιώ] νεοελλ. ιατρ. ο σχηματισμός λίθων σε διάφορα κοίλα όργανα τού σώματος μσν. αρχ. νόσος τής ουροδόχου κύστεως κατά την οποία σχηματίζεται πέτρα, με αποτέλεσμα την παρακώλυση τής έκκρισης ούρων αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • λιθίωσις — λιθίωσις, ἡ (Μ) η λιθίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. τού λιθίασις* (< λιθιῶ), που εμφανίζει επίθημα ίωσις, δηλωτικό ασθένειας (πρβλ. σκολί ωσις)] …   Dictionary of Greek

  • λιθώ — λιθῶ, άω (Α) βλ. λιθιώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”